- διαπνοῆς
- διαπνοήoutletfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιάπνευστος — η, ο (Α ἀδιάπνευστος, ον) 1. αυτός που έχει έλλειψη διαπνοής, εξαερισμού 2. αυτός που δεν επιτρέπει τη διαπνοή, την εξάτμιση αρχ. 1. αυτός που δεν εξατμίζεται 2. ο χωρίς ανάσα, αδιάκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπνέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπνευστῶ] … Dictionary of Greek
αδιαφόρηση — η παλαιός ιατρικός όρος που δήλωνε έλλειψη διαπνοής, βλάβη ή αναστολή τής εφιδρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερητ. + διαφόρησις*, πρβλ. γαλλ. adiaphorese] … Dictionary of Greek
επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… … Dictionary of Greek
σιμούν — Άνεμος που πνέει στις ερήμους, κυρίως στη Σαχάρα, την Αίγυπτο, την Αραβία και τη Μεσοποταμία. Πρόκειται για θερμό και ξηρό άνεμο, στο πέρασμα του οποίου δημιουργούνται συχνά αμμοστρόβιλοι. Οι ιθαγενείς της Αφρικής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν… … Dictionary of Greek
σουναμιτισμός — Όρος που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο εξασθενημένος και γέρος Δαβίδ ένιωσε να τονώνεται η υγεία του, όταν του έφεραν ως σύνευνο τη νεαρή Σουναμίτιδα. Η διαπνοή του σφριγηλού σώματος της, ήταν η αφορμή της τόνωσης του Δαβίδ, κατά την ερμηνεία … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
μεσοκυττάριοι χώροι — Στη βοτανική, εννοούνται οι χώροι που παρεμβάλλονται μεταξύ των φυτικών κυττάρων και εξυπηρετούν την ανταλλαγή αερίων κατά τις λειτουργίες της φωτοσύνθεσης, της αναπνοής και της διαπνοής. Οι μ.χ. είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι στο παρέγχυμα των… … Dictionary of Greek
αδιαπνευστία — η (ιατρ.), έλλειψη εξάτμισης ή διαπνοής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)